
Ως υπογονιμότητα σε γυναίκες με ηλικία μικρότερη των 35 ετών ορίζεται η αδυναμία επίτευξης κύησης μετά από ένα έτος, κατά το οποίο το ζευγάρι είχε επαφές άνευ προφυλάξεων ή η γυναίκα υπεβλήθη κατ’ επανάληψη σε θεραπεία γονιμότητας μέσω της δωρεάς σπέρματος. Αν η ηλικία της γυναίκας υπερβαίνει τα 35 έτη, τότε το εν λόγω διάστημα μειώνεται από το έτος στους 6 μήνες (Practice Committee of the American Society for Reproductive Medicine, 2013) .
Τι είναι η παχυσαρκία;
Ένα βασικό εργαλείο μέτρησης, που χρησιμοποιείται στη διάγνωση της παχυσαρκίας είναι ο Δείκτης Μάζας/ Σώματος (Body Mass Index/ BMI). Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται διαιρώντας το βάρος σε κιλά με το ύψος σε μέτρα υψωμένο στο τετράγωνο, οπότε η μονάδα του BMI είναι τα Kg/m^2. Ανάλογα με τη μέτρηση αυτή ο καθένας κατατάσσεται στις παρακάτω κατηγορίες (Panuganti και συνεργάτες, 2023):
Λιποβαρής: BMI μικρότερος των 18,5 Kg/m^2
Φυσιολογικό βάρος (Νορμοβαρής): BMI μεταξύ των 18,5Kg/m^2 και των 24,9Kg/m^2
Υπέρβαρος: BMI μεταξύ των 25 Kg/m^2 και των 29,9 Kg/m^2
Παχύσαρκος (τάξης 1): BMI μεταξύ των 30 Kg/m^2 και των 34,9 Kg/m^2
Παχύσαρκος (τάξης 2): BMI μεταξύ των 35 Kg/m^2 και των 39,9 Kg/m^2
Παχύσαρκος (τάξης 3): BMI μεγαλύτερος των 40 Kg/m^2
Σε μελέτη του 2006 (Kapantais και συνεργάτες, 2006) , στα πλαίσια της οποίας ελήφθησαν υπόψη στοιχεία από το ιστορικό 17,341 ανδρών και γυναικών, που κατοικούσαν στην Ελλάδα και είχαν ηλικία μεταξύ των 20 και των 70 ετών, υπολογίστηκε, πως ο μέσος BMI ανήρχετο στα 26,5 (27,3 Kg/m^2 για τους άνδρες και 25,7 Kg/m^2 για τις γυναίκες). Το δε ποσοστό του πληθυσμού, που παρουσίαζε παχυσαρκία έφθανε το 22,5% (26% για τους άνδρες και 25,7% για τις γυναίκες), ενώ υπέρβαρο ήταν το 35,2% του πληθυσμού (41,1% των ανδρών και 29,9% των γυναικών). Τα δε ποσοστά παχυσαρκίας παρέμεναν περίπου σταθερά ανεξάρτητα από την ηλικία, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά μεταξύ των γυναικών παρουσίαζαν αυξητική τάση με την ηλικία.
Σε γενικές γραμμές θεωρούμε, πως η εκδήλωση της παχυσαρκίας συνδέεται με την «ανισορροπία» μεταξύ της προσλαμβανόμενης από την τροφή ενέργειας και της καταναλισκόμενης ενέργειας για την κάλυψη των σωματικών αναγκών. Η παχυσαρκία είναι μία πολυπαραγοντική νόσος και η ανάλυση των αιτίων της, που κατά περίπτωσιν είναι γενετικά, πολιτισμικά και κοινωνικά, κείται πέραν του σκοπού στου παρόντος πονήματος. Άλλα αίτια της παχυσαρκίας περιλαμβάνουν τη μειωμένη σωματική δραστηριότητα, τις διαταραχές ύπνου, ενδοκρινικές διαταραχές, λήψη κάποιων τύπων φαρμακευτικής αγωγής, αλλά και την κατανάλωση τροφίμων, που έχουν υποστεί έντονη επεξεργασία και χαρακτηρίζονται από την εξαιρετικά υψηλή περιεκτικότητά τους σε υδατάνθρακες (Panuganti και συνεργάτες, 2023).
Μα η παχυσαρκία έχει συνδεθεί με γυναικεία υπογονιμότητα;
Τα στατιστικά στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητα: Η παχυσαρκία και η γυναικεία υπογονιμότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Αναφέρουμε χαρακτηριστική μελέτη, στα πλαίσια της οποίας ελήφθησαν υπόψη στοιχεία από το ιστορικό πλέον των 6.000 γυναικών με ηλικία από 20 έως 44 ετών. Εκ της ανάλυσης των εν λόγω στοιχείων προέκυψε, πως οι παχύσαρκες γυναίκες (αυτές με BMI>30) ήταν κατά 62% πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν προβλήματα γονιμότητας (Al-Lami και συνεργάτες, 2022) .
Η παχυσαρκία άλλωστε συνδέεται και με αύξηση των πιθανοτήτων εκδήλωσης και άλλων μεταβολικών παθολογιών, όπως είναι ο διαβήτης. Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, πως η γονιμότητα των παχύσαρκων γυναικών, που είναι «μεταβολικά υγιείς», δηλαδή δεν παρουσιάζουν κάποια μεταβολική παθολογία, μένει κατ’ ουσίαν ανεπηρέαστη. Εντούτοις, μελέτη, στα πλαίσια της οποίας ελήφθη υπόψιν το ιστορικό πλέον των 3.500 γυναικών ηλικίας από 20 έως 45 ετών κατέδειξε, πως και οι «μεταβολικά υγιείς» παχύσαρκες γυναίκες είναι πιθανότερο να παρουσιάσουν υπογονιμότητα (Tang και συνεργάτες, 2023).
Πολλές είναι οι μελέτες εξάλλου, οι οποίες εστίασαν επί της διερεύνησης των ενδεχόμενων δυσκολιών, που οι παχύσαρκες γυναίκες θα αντιμετωπίσουν στην προσπάθεια να αποκτήσουν παιδί ακόμα και μέσω μεθόδων υποβοηθουμένης αναπαραγωγής. Αν και μεταξύ αυτών ανευρίσκονται και έρευνες, οι συντάκτες των οποίων δεν εντόπισαν συσχέτιση μεταξύ της παχυσαρκίας και της μείωσης των πιθανοτήτων επιτυχίας των μεθόδων υποβοηθουμένης αναπαραγωγής, η πλειονότητα των ερευνών, που καταπιάνονται με το συγκεκριμένο θέμα κατατείνουν στο συμπέρασμα, πως η συσχέτιση αυτή υφίσταται πέραν αμφιβολίας. Συγκεκριμένα, οι παχύσαρκες γυναίκες, που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση, χρειάζεται κατά κανόνα να λάβουν υψηλότερες δόσεις ορμονών για τη διέγερση των ωοθηκών, ενώ ο αριθμός των ωαρίων, που συλλέγονται είναι μικρότερος, οι πιθανότητες εκδήλωσης συνδρόμου υπερδιέγερσης των ωοθηκών είναι υψηλότερες, όπως υψηλότερες είναι και οι πιθανότητες αποβολής, με τη συνολική πιθανότητα η γυναίκα να αποκτήσει τελικά παιδί να είναι χαμηλότερη (Gambineri και συνεργάτες, 2019).
Μάλιστα, εκτενής έρευνα, οι συντάκτες της οποίας ανέλυσαν τα στοιχεία 33 μελετών, στις οποίες περιλαμβάνονταν συνολικά 47.967 κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης, παρατήρησαν, ότι μη ικανοποιητικά αποτελέσματα μετά από τέτοια είδους θεραπεία δεν έχουν μόνον οι παχύσαρκες γυναίκες, αλλά και οι υπέρβαρες (Rittenberg και συνεργάτες, 2011).
Γιατί η παχυσαρκία συνδέεται με υπογονιμότητα στη γυναίκα;
Οι μηχανισμοί, μέσω των οποίων η παχυσαρκία συνδέεται με την εκδήλωση υπογονιμότητας στη γυναίκα, αποτελούν πεδίο έντονης έρευνας (Broughton & Moley, 2017; Silvestris και συνεργάτες, 2018; Marinelli και συνεργάτες, 2022; Gautam και συνεργάτες, 2023; Clemente-Suárez και συνεργάτες, 2023; Zheng και συνεργάτες, 2024 . Ο λιπώδης ιστός δεν είναι «απλώς» μία αποθήκη της περίσσειας ενέργειας, που λαμβάνεται μέσω της τροφής. Ο ιστός αυτός δεν είναι «αδρανής», αλλά συμμετέχει ενεργά στο μεταβολισμό και η αύξησή του επηρεάζει αρνητικά τη γονιμότητα της γυναίκας μέσω μηχανισμών όπως:
η παραγωγή Λεπτίνης. Πρόκειται για μία πρωτεϊνική ορμόνη, η υπερβολική παραγωγή της οποίας συνδέεται με διαταραχή της παραγωγής των ορμονών, που παράγονται από τον υποθάλαμο και την υπόφυση (πρόκειται για εξειδικευμένες περιοχές του εγκεφάλου) και ρυθμίζουν με τη σειρά τους την παραγωγή των ορμονών των ωοθηκών
η παραγωγή από τον λιπώδη ιστό Λιποκυτταροκινών. Οι Λιποκυτταροκίνες (adipokines) είναι πρωτεΐνες, που παράγονται από το λιπώδη ιστό και συμμετέχουν στο μεταβολισμό. Η περίσσεια λιπώδους ιστού συνδέεται με διαταραχή της παραγωγής των πρωτεϊνών αυτών, η οποία μεταξύ των άλλων προκαλεί με τη σειρά της διαταραχή της παραγωγής των ορμονών σε αυτές καθαυτές τις ωοθήκες. Έτσι το ενδομήτριο της γυναίκας καθίσταται λιγότερο δεκτικό στην εμφύτευση του εμβρύου.
η αντίσταση στην ινσουλίνη. Ινσουλίνη είναι η ορμόνη, που εκκρίνεται από το πάγκρεας ειδικά μετά από τη λήψη γεύματος, προκειμένου να μειωθούν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Με τον όρο αντίσταση στην ινσουλίνη αναφερόμαστε στο συχνό στους παχύσαρκους ανθρώπους φαινόμενο της αδυναμίας του σώματος να «ανταποκριθεί» στην ινσουλίνη. Συνεπώς, προκειμένου να επιτευχθεί η πτώση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, το πάγκρεας εκκρίνει ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες της συγκεκριμένης ορμόνης. Έτσι τα επίπεδα της ινσουλίνης στο αίμα ανεβαίνουν υπερβολικά και οδηγούμαστε σε μία κατάσταση, που ονομάζεται «υπερισνουλιναιμία». Η υπερισνουλιναιμία στη γυναίκα οδηγεί στην υπερβολική παραγωγή «ανδρικών» ορμονών (ανδρογόνων) με αποτέλεσμα την διαταραχή της λειτουργίας του αναπαραγωγικού της συστήματος.
η παραγωγή μορίων, που σχετίζονται με τη φλεγμονή, τα οποία βλάπτουν τόσο τα ωάρια, όσο και το ενδομήτριο
η διαταραχή του εν γένει μεταβολισμού των λιπιδίων, η οποία συνδέεται με βλάβη του εμβρύου στα αρχόμενα στάδια της ανάπτυξής του
η διαταραχή των μιτοχονδρίων των ωαρίων. Τα μιτοχόνδρια είναι οργανίδια του κυττάρου και έδρα της παραγωγής ενέργειας.
H απώλεια βάρους συνδέεται με βελτίωση της γονιμότητας;
Η απώλεια βάρους συστήνεται ως η βασική στρατηγική στα πλαίσια της βελτίωσης της γονιμότητας των παχύσαρκων γυναικών, αφού έχει αποδειχθεί, πως χάρη σε αυτή αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες οι γυναίκες αυτές να αποκτήσουν τελικά παιδί (Broughton & Moley, 2017; Silvestris και συνεργάτες, 2018; Gambineri και συνεργάτες, 2019; Marinelli και συνεργάτες, 2022; Al-Lami και συνεργάτες, 2022; Medenica και συνεργάτες, 2022; Gautam και συνεργάτες, 2023; Zheng και συνεργάτες, 2024).
Comments